Ο γεννημένος στην Τσεχία μυθιστοριογράφος Μίλαν Κούντερα, συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του μυθιστορήματος “Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι” (σε νεότερη έκδοση του βιβλίου στα ελληνικά, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εστία το 2016, ο τίτλος είναι “Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης”) πέθανε, όπως ανέφερε σήμερα η τσεχική βιβλιοθήκη που φιλοξενεί την προσωπική του συλλογή. Ήταν 94 ετών.
«Ο Μίλαν Κούντερα πέθανε χθες στο Παρίσι έπειτα από μακρά ασθένεια», δήλωσε η Άννα Μραζόβα, εκπρόσωπος της Βιβλιοθήκης της Μοραβίας (MZK).
Ο Κούντερα γεννήθηκε στην τσεχική πόλη Μπρνο, όμως μετανάστευσε στη Γαλλία το 1975 μετά την περιθωριοποίησή του επειδή επέκρινε την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στην Τσεχοσλοβακία το 1968.
Είχε κερδίσει την αναγνώριση για το στιλ του στην απεικόνιση θεμάτων και χαρακτήρων από την κοινότοπη πραγματικότητα της καθημερινής ζωής μέχρι τον υψηλό κόσμο των ιδεών, σημειώνει το πρακτορείο Reuters.
Σπάνια έδινε συνεντεύξεις, έχοντας την πεποίθηση πως οι συγγραφείς μιλούν μέσω του έργου τους.
Το πρώτο του μυθιστόρημα “Το αστείο” δημοσιεύθηκε το 1967 και προσέφερε ένα δηκτικό πορτρέτο του τσεχοσλοβακικού κομμουνιστικού καθεστώτος. Το έργο αυτό ήταν το πρώτο βήμα στη διαδρομή του Κούντερα από μέλος του κόμματος προς την εξορία του αντιφρονούντα.
Είχε πει στη γαλλική εφημερίδα “Le Monde” το 1976 πως το να αποκαλούνται τα έργα του πολιτικά συνιστά υπεραπλούστευση που καθιστά δυσδιάκριτη την πραγματική σημασία τους.
Ο Μίλαν Κούντερα πέθανε σε ηλικία 94 χρόνων, αφήνοντας πίσω του βιβλία όπως «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», «Το αστείο» και η «Γιορτή της ασημαντότητας». Το κείμενό του «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης», το οποίο δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό «Le Debat», τον Νοέμβριο του 1983, κυκλοφόρησε το 2022 από την Εστία, σε εξαιρετική μετάφραση του Γιάννη Η. Χάρη, και έχει μια δυναμική και μια ζωντάνια που δεν δείχνουν την παραμικρή ρυτίδα (δημοσιεύτηκε την ίδια περίοδο και στα γαλλικά). Βασική έννοια στο πυκνό δοκίμιο του Κούντερα είναι η έννοια της Κεντρικής Ευρώπης, υπό την οποία συστεγάζει την Τσεχία, την Πολωνία και την Ουγγαρία, ενδεχομένως και την Αυστρία.
Μια τέτοια Κεντρική Ευρώπη, που αντλεί ένα κρίσιμο μέρος της ταυτότητάς της από την κουλτούρα, με συνθέτες όπως ο Ούγγρος Μπέλα Μπάρτοκ, οι Τσέχοι πεζογράφοι Φραντς Κάφκα και Γιάροσλαβ Χάσεκ ή ο Πολωνός Βίτολντ Γκομπρόβιτς, ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους του παραλόγου, μοιάζει να απουσιάζει από την ευρωπαϊκή συνείδηση των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, όταν η ουγγρική εξέγερση του 1956, η Άνοιξη της Πράγας του 1968 και οι πολωνικές κινητοποιήσεις από το 1956 μέχρι και το 1970 έρχονται σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τη Σοβιετική Ένωση, προκαλώντας ένα μείζον πολιτικό δράμα, καθώς και αφήνοντας ένα βαθύ πολιτικό και πολιτισμικό τραύμα. Ένα κομμάτι της Ευρώπης το οποίο ανήκει στις καλύτερες παραδόσεις της, «εκφράζοντας τη μεγαλύτερη δυνατή ποικιλομορφία στον μικρότερο δυνατό χώρο», συγκρούστηκε με τη Σοβιετική Ένωση και υπέμεινε τη βαριά σκιά της Ρωσίας, που παρουσίαζε το ακριβώς αντίθετο: «τη μικρότερη δυνατή ποικιλομορφία στον μεγαλύτερο δυνατό χώρο».
Ο Κούντερα δεν βιάζεται να ξεμπερδέψει μια και καλή -σε αφοριστικό τόνο- με τη ρωσική πολιτική και τον ρωσικό πολιτισμό. Μιλάει για τις ιστορικές προσπάθειες εκσυγχρονισμού της Ρωσίας και για τη θέλησή της να έρθει σε επαφή με την Ευρώπη και τη Δύση και αναγνωρίζει τις ευρωπαϊκές οφειλές στο ρωσικό μυθιστόρημα, δεν επιζητεί, ωστόσο, να αποσιωπήσει αυτό που όλοι γνωρίζουμε στις ημέρες μας, μετά τον πόλεμο της Ρωσίας με την Ουκρανία από τον Φεβρουάριο του 2022: το γεγονός πως η Ρωσία ουδέποτε έπαψε στην πραγματικότητα να φοβάται και να μην εμπιστεύεται την Ευρώπη, θεωρώντας πως η ίδια αποτελούσε ανέκαθεν έναν υπέρτερο, ξεχωριστό και ταυτοχρόνως ενιαίο και συμπαγή κόσμο.
Και πάλι, ωστόσο, παρά το ότι η προσέγγισή του έρχεται να μπει στο κέντρο της τρέχουσας πολιτικής επικαιρότητας, το ζήτημα το οποίο απασχολεί επισταμένως τον Κούντερα δεν είναι οι λίγο-πολύ δεδομένες θέσεις και αποβλέψεις της Ρωσίας, αλλά η ίδια Ευρώπη: μια Ευρώπη που δεν έβλεπε μεταπολεμικά στα «μικρά έθνη» της Τσεχίας, της Ουγγαρίας και της Πολωνίας τον πόθο τους για αυτονομία και ανεξαρτησία, αλλά μόνο το στενό πολιτικό τους πρόβλημα. Τα «μικρά έθνη» (με ευδιάκριτη την επίδραση του εβραϊκού στοιχείου) δεν αποτελούν αφορμή για πατριωτική έξαρση, για έναν εθνικισμό των ανίσχυρων και των αδύναμων, που θα μετατρέψει τους νάνους σε γίγαντες. Τα «μικρά έθνη» διαμόρφωσαν μια κουλτούρα κι ένα πολιτιστικό και καλλιτεχνικό συνεχές που αναδεικνύει πεντακάθαρη τη φυσιογνωμία της Κεντρικής Ευρώπης: τη δυσπιστία απέναντι σε μια ολιστική σύλληψη των ιστορικών μεγεθών, τη δυσφορία με την ιδέα ότι τα θηριώδη βήματα της Ιστορίας θα οδηγήσουν ούτως ή άλλως στον θρίαμβό της.
Η κουλτούρα των «μικρών εθνών», η ουσία και το βάρος της σοφίας τους, λειτουργούν σαν κρυμμένοι σβώλοι από χρυσό όποτε περιγελούν το μεγαλείο και τη δόξα ή όποτε συνειδητοποιούν πως η Ιστορία είναι πιθανόν να μην ταυτίζεται με μια ατέλειωτη επέλαση προόδου, αλλά να εξισώνεται με το ακριβώς ανάποδο, με μια διαδικασία έκπτωσης αξιών. Και για να περάσουμε από την κουλτούρα στην πολιτική, έτσι ακριβώς είτε περιγέλασαν είτε επέκριναν τη Σοβιετική Ένωση και τους επιτόπιους δορυφόρους της η Τσεχία, η Ουγγαρία και η Πολωνία των χρόνων του μεταπολέμου. Και σε αυτή τη γραμμή, ακόμα κι αν η Ευρώπη δεν το εννοεί και δεν το καταλαβαίνει, τα «μικρά έθνη» είναι σάρκα εκ της σαρκός της ευρωπαϊκής ηπείρου. Τέκνο του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και του χριστιανισμού, η Ευρώπη, που δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει τη συμβολή των «μικρών εθνών» στην ιστορία της, έχασε πρώτα τον Θεό της (μάλλον τον απέκρυψε) ενώ σύντομα στερήθηκε και την κουλτούρα της, για να την υποκαταστήσει με το πνεύμα της κατανάλωσης και με την παντοδυναμία της αγοράς, της τεχνολογίας και των μέσων ενημέρωσης.
Ένας μεγάλος λογοτεχνικός αστέρας
Ο Μίλαν Κούντερα, ο απόκληρος του Κομμουνιστικού Κόμματος που έγινε παγκόσμιος λογοτεχνικός αστέρας με βαρετά, σεξουαλικά φορτισμένα μυθιστορήματα που αποτύπωναν τον ασφυκτικό παραλογισμό της ζωής στον εργατικό παράδεισο της γενέτειράς του Τσεχοσλοβακίας, πέθανε την Τρίτη στο Παρίσι. Ήταν 94. Μια εκπρόσωπος του Gallimard, του εκδότη του κ. Κούντερα στη Γαλλία, επιβεβαίωσε τον θάνατο, λέγοντας ότι ήρθε «μετά από μια παρατεταμένη ασθένεια». Η σειρά των δημοφιλών βιβλίων του κ. Κούντερα ξεκίνησε με το «The Joke», το οποίο εκδόθηκε με μεγάλη επιτυχία το 1967, περίπου την εποχή της Άνοιξης της Πράγας, και στη συνέχεια απαγορεύτηκε με εκδίκηση αφού τα σοβιετικά στρατεύματα συνέτριψαν αυτό το πείραμα στον «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. », λίγους μήνες αργότερα. Ολοκλήρωσε το τελευταίο του μυθιστόρημα, «The Festival of Insignificance» (2015), όταν ήταν στα 80 του και ζούσε άνετα στο Παρίσι. Το «Φεστιβάλ» ήταν η πρώτη του νέα μυθοπλασία από το 2000, αλλά η αποδοχή του, χλιαρή στην καλύτερη περίπτωση, απείχε πολύ από την αντίδραση στο πιο διαρκώς δημοφιλές μυθιστόρημά του, «Η αφόρητη ελαφρότητα του όντος».
Μια στιγμιαία επιτυχία όταν κυκλοφόρησε το 1984, το «Unbearable Lightness» επανεκδόθηκε με την πάροδο των ετών σε τουλάχιστον δύο δωδεκάδες γλώσσες. Το μυθιστόρημα τράβηξε ακόμη μεγαλύτερη προσοχή όταν διασκευάστηκε σε μια ταινία του 1988 με πρωταγωνιστή τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις ως έναν από τους κεντρικούς χαρακτήρες του, τον Τόμας, έναν Τσέχο χειρουργό που επικρίνει την κομμουνιστική ηγεσία και ως εκ τούτου αναγκάζεται να πλένει τα παράθυρα για να ζήσει.
Καθώς πάνε οι τιμωρίες, το πλύσιμο των παραθύρων είναι μια πολύ καλή συμφωνία για τον Τόμας: Ένας αδυσώπητος φιλάνθρωπος, είναι πάντα ανοιχτός να γνωρίσει νέες γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων βαριεστών νοικοκυρών. Αλλά το σεξ, όπως και ο ίδιος ο Tomas και οι τρεις άλλοι βασικοί χαρακτήρες – η σύζυγός του, μια σαγηνευτική ζωγράφος και ο εραστής του ζωγράφου – είναι εκεί για έναν ευρύτερο σκοπό. Βάζοντας το μυθιστόρημα στη λίστα με τα καλύτερα βιβλία του 1984, η The New York Times Book Review παρατήρησε ότι «η πραγματική δουλειά αυτού του συγγραφέα είναι να βρει εικόνες για την καταστροφική ιστορία της χώρας του όσο ζούσε».
«Χρησιμοποιεί τα τέσσερα ανελέητα, βάζοντας το κάθε ζευγάρι ενάντια στο άλλο ως αντίθετα με κάθε τρόπο, για να περιγράψει έναν κόσμο στον οποίο οι επιλογές έχουν εξαντληθεί και οι άνθρωποι απλά δεν μπορούν να βρουν τρόπο να εκφράσουν την ανθρωπιά τους».
Ο κ. Κούντερα θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα ανελέητος στη χρήση γυναικείων χαρακτήρων – τόσο πολύ που η Βρετανίδα φεμινίστρια Τζόαν Σμιθ, στο βιβλίο της «Misogynyies» (1989), δήλωσε ότι «η εχθρότητα είναι ο κοινός παράγοντας σε όλα τα γραπτά του Κούντερα για τις γυναίκες».
Άλλοι κριτικοί υπολόγισαν ότι το να αποκαλύψει τη φρικτή συμπεριφορά των ανδρών ήταν τουλάχιστον μέρος της πρόθεσής του. Ωστόσο, ακόμη και οι πιο δυνατές γυναίκες στα βιβλία του κ. Κούντερα έτειναν να αντικειμενοποιούνται και οι λιγότερο τυχερές μερικές φορές θυματοποιούνταν με ανησυχητικές λεπτομέρειες. Ο αφηγητής του πρώτου του μυθιστορήματος, «Το αστείο», για παράδειγμα, αποπλανεί εκδικητικά τη γυναίκα ενός παλιού εχθρού, τη χαστουκίζει κατά τη διάρκεια του σεξ και μετά λέει ότι δεν τη θέλει. Ο σύζυγος της γυναίκας δεν νοιάζεται. είναι ερωτευμένος με έναν πολύ ωραίο μεταπτυχιακό φοιτητή. Σε μια τελευταία ταπείνωση, η ταραγμένη γυναίκα προσπαθεί να αυτοκτονήσει με μια χούφτα χάπια, τα οποία αποδεικνύονται καθαρτικά.
Ο φόβος του κ. Κούντερα ότι η τσεχική κουλτούρα θα μπορούσε να διαγραφεί από τον σταλινισμό -όπως ακριβώς οι ατιμωμένοι ηγέτες απομακρύνθηκαν από τις επίσημες φωτογραφίες- ήταν στο επίκεντρο του «The Book of Laughter and Forgetting», το οποίο έγινε διαθέσιμο στα αγγλικά το 1979.
Δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα περίμεναν οι περισσότεροι δυτικοί αναγνώστες από ένα «μυθιστόρημα»: μια ακολουθία επτά ιστοριών, που ειπώθηκαν ως μυθοπλασία, αυτοβιογραφία, φιλοσοφικές εικασίες και πολλά άλλα. Ωστόσο, ο κ. Κούντερα το ονόμασε μυθιστόρημα και το παρομοίασε με ένα σύνολο παραλλαγών του Μπετόβεν.
Γράφοντας στο The Times Book Review το 1980, ο John Updike είπε ότι το βιβλίο «είναι λαμπρό και πρωτότυπο, γραμμένο με μια αγνότητα και πνεύμα που μας προσκαλεί απευθείας. είναι επίσης παράξενο, με μια παραξενιά που μας κλειδώνει».
«Η αλήθεια της αβεβαιότητας»
Ο κ. Κούντερα είχε βαθιά συγγένεια με τους κεντροευρωπαίους στοχαστές και καλλιτέχνες — τον Νίτσε, τον Κάφκα, τους Βιεννέζους μυθιστοριογράφους Robert Musil και Hermann Broch, τον Τσέχο συνθέτη Leos Janacek. Όπως ο Μπροχ, είπε ο κ. Κούντερα, προσπάθησε να ανακαλύψει «αυτό που μόνο το μυθιστόρημα μπορεί να ανακαλύψει», συμπεριλαμβανομένου αυτού που ονόμασε «την αλήθεια της αβεβαιότητας».
Τα βιβλία του σώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από το βάρος αυτής της κληρονομιάς από μια παιχνιδιάρικη διάθεση που συχνά σήμαινε να χρησιμοποιήσει τη δική του φωνή για να σχολιάσει το έργο σε εξέλιξη. Να πώς αρχίζει να επινοεί την Ταμίνα, μια τραγική φιγούρα στο «Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης», η οποία ξεκινάει ως μια απογοητευμένη Τσέχα χήρα στη Γαλλία και με κάποιο τρόπο καταλήγει να πεθαίνει στα χέρια σκληρών παιδιών σε ένα παραμύθι: Υπολογίζω ότι δύο ή τρεις νέοι φανταστικοί χαρακτήρες βαφτίζονται εδώ στη γη κάθε δευτερόλεπτο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είμαι πάντα διστακτικός σχετικά με το να συμμετάσχω σε αυτό το τεράστιο πλήθος των Ιωάννη των Βαπτιστών. Αλλά τι μπορώ να κάνω? Άλλωστε, οι χαρακτήρες μου πρέπει να έχουν ονόματα. Ο κ. Κούντερα είπε στο The Paris Review το 1983: «Η φιλοδοξία της ζωής μου ήταν να ενώσω τη μέγιστη σοβαρότητα της ερώτησης με τη μέγιστη ελαφρότητα της φόρμας. Ο συνδυασμός μιας επιπόλαιας μορφής και ενός σοβαρού θέματος ξεσκεπάζει αμέσως την αλήθεια για τα δράματά μας (αυτά που συμβαίνουν στα κρεβάτια μας αλλά και αυτά που παίζουμε στη μεγάλη σκηνή της Ιστορίας) και την απαίσια ασημαντότητά τους. Βιώνουμε την αφόρητη ελαφρότητα της ύπαρξης».
Αναγνώρισε ότι τα ονόματα των βιβλίων του θα μπορούσαν εύκολα να αλλάξουν. «Κάθε ένα από τα μυθιστορήματά μου θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «Η αφόρητη ελαφρότητα του όντος» ή «Το αστείο» ή «Γελαστοί έρωτες»», είπε. «Αντικατοπτρίζουν τον μικρό αριθμό θεμάτων που με εμμονεύουν, με καθορίζουν και, δυστυχώς, με περιορίζουν. Πέρα από αυτά τα θέματα, δεν έχω τίποτα άλλο να πω ή να γράψω». Αν και γράφτηκαν στην τσέχικη γλώσσα, τόσο το «The Book of Laughter and Forgetting» όσο και το «The Unbearable Lightness of Being» συντάχθηκαν υπό το ξεκάθαρο φως της Γαλλίας, όπου ο κ. Kundera επανεγκαταστάθηκε το 1975 αφού εγκατέλειψε την ελπίδα για πολιτική και δημιουργική ελευθερία στο Σπίτι.
Η απόφασή του να μεταναστεύσει υπογράμμισε τις επιλογές που είχε στη διάθεσή της η τσέχικη διανόηση εκείνη την εποχή. Χιλιάδες έφυγαν. Μεταξύ αυτών που έμειναν και αντιστάθηκαν ήταν ο θεατρικός συγγραφέας Βάτσλαβ Χάβελ, ο οποίος εξέτισε πολλές ποινές φυλάκισης, συμπεριλαμβανομένης μιας σχεδόν τριών ετών. Επέζησε για να ηγηθεί της επιτυχημένης Βελούδινης Επανάστασης το 1989, και στη συνέχεια διετέλεσε πρόεδρος, πρώτα της Τσεχοσλοβακίας και στη συνέχεια της Τσεχικής Δημοκρατίας, αφού οι Σλοβάκοι αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον δικό τους δρόμο. Με αυτή τη μεγάλη στροφή, τα βιβλία του κ. Κούντερα ήταν νόμιμα στην πατρίδα του για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια. Αλλά υπήρχε ελάχιστη ζήτηση για αυτούς ή συμπάθεια γι ‘αυτόν εκεί. Σύμφωνα με μια εκτίμηση, πουλήθηκαν μόνο 10.000 αντίτυπα του “The Unbearable Lightness of Being”.
Πολλοί Τσέχοι είδαν τον κ. Κούντερα ως κάποιον που είχε εγκαταλείψει τους συμπατριώτες του και είχε πάρει τον εύκολο δρόμο. Και έτειναν να πιστεύουν τον ισχυρισμό ενός τσέχικου περιοδικού το 2008 ότι ήταν πληροφοριοδότης στα φοιτητικά του χρόνια και είχε προδώσει έναν δυτικό κατάσκοπο. Ο πράκτορας, Miroslav Dvoracek, εξέτισε 14 χρόνια φυλάκιση. Ο κ. Κούντερα αρνήθηκε ότι τον παρέδωσε.
Έξω από το Κόμμα
Η δύσκολη ιστορία του πρώτου μυθιστορήματος του κ. Κούντερα, «The Joke», είναι μια καλή απεικόνιση του προβλήματος που αντιμετώπισε ενώ προσπαθούσε να προωθήσει τη μεταρρύθμιση εκ των έσω.
Όταν τελείωσε η Άνοιξη της Πράγας, το βιβλίο καταδικάστηκε ως κυνικό, ερωτικό και αντισοσιαλιστικό. και αν ο αναγνώστης μπορούσε με κάποιο τρόπο να υιοθετήσει τη νοοτροπία των λογοκριτών, ο αναγνώστης θα έβλεπε την άποψή τους.
Ο Λούντβικ, ο κύριος αφηγητής του «Το αστείο», είναι ένας φοιτητής πανεπιστημίου της Πράγας στη δεκαετία του 1950, ο οποίος είναι υπό υποψία από μέλη του κόμματος για τον αντιληπτό ατομικισμό του. «Χαμογελάς σαν να σκέφτεσαι μόνος σου», του λένε. Έπειτα λαμβάνει ένα γράμμα από μια εύπιστη φίλη που επαινεί την «υγιή ατμόσφαιρα» στο καλοκαιρινό στρατόπεδο εκπαίδευσης στο οποίο έχει σταλεί. Αγανακτισμένος που πρέπει να χαίρεται όταν του λείπει, ο νεαρός Λούντβικ κάνει ένα φρικτό λάθος:
«Έτσι αγόρασα μια καρτ ποστάλ», λέει, «και (για να την πληγώσω, να την σοκάρω και να τη μπερδέψω) έγραψα: «Η αισιοδοξία είναι το όπιο του λαού! Η υγιεινή ατμόσφαιρα μυρίζει βλακεία! Ζήτω ο Τρότσκι!»
Υπάρχει μια δίκη. Για το μικρό του αστείο, ο Λούντβικ αποβάλλεται από το πάρτι και καταδικάζεται να εργαστεί ως ανθρακωρύχος σε μια στρατιωτική σωφρονιστική μονάδα.
Ο κ. Κούντερα δεν είχε αυτή τη μοίρα, αλλά εκδιώχθηκε δύο φορές από το κόμμα που υποστήριζε από την ηλικία των 18 ετών, όταν οι κομμουνιστές κατέλαβαν την εξουσία το 1948. Η πρώτη του αποπομπή, για αυτό που ο ίδιος χαρακτήρισε τετριμμένη παρατήρηση, επιβλήθηκε το 1950 και ενέπνευσε την κεντρική πλοκή του «The Joke». Ωστόσο, του επετράπη να συνεχίσει τις σπουδές του. Αποφοίτησε από την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πράγας το 1952 και στη συνέχεια διορίστηκε στη σχολή εκεί ως εκπαιδευτής παγκόσμιας λογοτεχνίας, συγκαταλέγοντας μεταξύ των μαθητών του τον σκηνοθέτη Milos Forman. Ο κ. Κούντερα επανήλθε στο Κομμουνιστικό Κόμμα το 1956, αλλά εκδιώχθηκε ξανά, το 1970, επειδή υποστήριξε τη μεταρρύθμιση. Αυτή τη φορά η εκτίναξη ήταν για πάντα, ουσιαστικά τον έσβησε ως άνθρωπο. Διώχτηκε από τη δουλειά του και, όπως είπε, «Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να μου προσφέρει άλλη».
Τα επόμενα χρόνια μάζεψε χρήματα ως μουσικός της τζαζ (έπαιζε πιάνο) και ως μεροκάματο. Μερικές φορές οι φίλοι του κανόνιζαν να γράφει πράγματα με το όνομά τους ή με τα ψευδώνυμά τους. Έτσι έγινε αρθρογράφος αστρολογίας.
Ο κ. Κούντερα είχε πράγματι εμπειρία στο casting ωροσκόπια. Έτσι, όταν ένας συντάκτης περιοδικού, τον οποίο προσδιόρισε ως R., πρότεινε ένα εβδομαδιαίο τεύχος αστρολογίας, συμφώνησε, συμβουλεύοντάς της να «πει στη συντακτική επιτροπή ότι ο συγγραφέας θα ήταν ένας λαμπρός πυρηνικός φυσικός που δεν ήθελε να αποκαλυφθεί το όνομά του από φόβο μήπως γίνει τον κοροϊδεύουν οι συνάδελφοί του».
Έριξε ακόμη και ένα ωροσκόπιο για τον αρχισυντάκτη του R., ένα πάρτι που θα είχε ντροπιαστεί αν κάποιος γνώριζε τις δεισιδαιμονικές του πεποιθήσεις. Ο R. ανέφερε αργότερα, είπε, ότι το αφεντικό «είχε αρχίσει να προφυλάσσεται από τη σκληρότητα για την οποία τον προειδοποιούσε το ωροσκόπιο», ότι «έκανε μεγάλη προσοχή από την ευγένεια που ήταν ικανός να κάνει» και ότι «στο συχνά κενό του Κοίταξε, θα μπορούσες να αναγνωρίσεις τη θλίψη ενός ανθρώπου που συνειδητοποιεί ότι τα αστέρια απλώς του υπόσχονται ταλαιπωρία».
Οι δυο τους γέλασαν καλά. Αναπόφευκτα, όμως, οι αρχές θα μάθαιναν την αληθινή ταυτότητα του λαμπρού πυρηνικού φυσικού-αστρολόγου και ο κ. Κούντερα συνειδητοποίησε με βεβαιότητα ότι δεν υπήρχε τρόπος να προστατεύσει τους φίλους που ήθελαν να τον βοηθήσουν.
Στο Λονδίνο, η πρώτη αγγλική μετάφραση του “The Joke” ήταν τόσο λανθασμένη που ήταν δύσκολο να ξέρεις τι να το κάνεις. Τα κεφάλαια αναδιατάχθηκαν ή απλώς παραλείφθηκαν. Η ειρωνεία έγινε σάτιρα. Απομονωμένος στην Πράγα, λίγα μπορούσε να κάνει γι’ αυτό. (Μέχρι το 1992 δεν υπήρχε μια έκδοση που τον ικανοποίησε. Έγραψε ένα σημείωμα συγγραφέα για αυτό που άρχιζε: «Αν δεν με αφορούσε, σίγουρα θα με έκανε να γελάσω: αυτή είναι η πέμπτη αγγλόφωνη έκδοση του «The Joke .’»)
Στην κριτική του στους Times το 1980, ο κ. Updike σχολίασε ότι ο αγώνας του κ. Κούντερα «κάνει τις ιστορίες της ζωής των περισσότερων Αμερικανών συγγραφέων να φαίνονται τόσο άθλιες όσο η πρόοδος ενός φυτού ντομάτας και δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Κούντερα είναι σε θέση να συγχωνεύσει προσωπική και πολιτική σημασία. με την ευκολία ενός Καμύ».
Αναπαράγεται στη μουσική και τα βιβλία
Ο Μίλαν Κούντερα γεννήθηκε την 1η Απριλίου 1929 στο Μπρνο, στη σημερινή Τσεχία, γιος της Μιλάντα Γιανοσίκοβα και του Λούντβικ Κούντερα. Ο πατέρας του, ένας διάσημος πιανίστας και μουσικολόγος, του δίδαξε πιάνο και σκέφτηκε να κάνει καριέρα στη μουσική προτού τα ενδιαφέροντά του μετατοπιστούν στη λογοτεχνία, ιδιαίτερα στα γαλλικά.
«Από μικρός», είπε σε έναν συνεντευκτή για το λογοτεχνικό περιοδικό Salmagundi το 1987, «διάβαζα Baudelaire, Rimbaud, Apollinaire, Breton, Cocteau, Bataille, Ionesco και θαύμαζα τον γαλλικό σουρεαλισμό».
Έχοντας μεγαλώσει σε μια χώρα που κατείχαν οι γερμανικές δυνάμεις από το 1939 έως το 1945, ο νεαρός κ. Κούντερα ήταν ένα από τα πολλά εκατομμύρια που αγκάλιασαν τον κομμουνισμό μετά τον πόλεμο. Ήταν μια μεθυστική εποχή, με νέες λίστες νικητών και ηττημένων.
«Οι παλιές αδικίες αποκαταστάθηκαν, νέες αδικίες διαπράχθηκαν», έγραψε στο «The Book of Laughter and Forgetting». «Τα εργοστάσια κρατικοποιήθηκαν, χιλιάδες άνθρωποι πήγαν στη φυλακή, η ιατρική περίθαλψη ήταν δωρεάν, οι καπνέμποροι είδαν τα καταστήματά τους να κατασχέθηκαν, ηλικιωμένοι εργάτες έκαναν διακοπές για πρώτη φορά σε απαλλοτριωμένες βίλες και στα πρόσωπά μας είχαμε το χαμόγελο της ευτυχίας».
Πολύ αργά, είπε, κατάλαβε ότι το κακό που έγινε στο όνομα του Σοσιαλισμού δεν ήταν προδοσία της επανάστασης αλλά μάλλον ένα δηλητήριο που ενυπάρχει από την αρχή.
Όταν τελείωσε ο κομμουνισμός το 1989, ο κ. Κούντερα, που μιλούσε ελάχιστα για την προσωπική του ζωή, ζούσε στη Γαλλία για 14 χρόνια με τη σύζυγό του, Βέρα Χραμπάνκοβα, αρχικά ως καθηγητής πανεπιστημίου στη Ρεν και μετά στο Παρίσι. Η Τσεχοσλοβακία του ανακάλεσε την υπηκοότητα το 1979 και έγινε Γάλλος πολίτης δύο χρόνια αργότερα. Η Τσεχική Δημοκρατία αποκατέστησε την υπηκοότητα της πατρίδας του το 2019. Πληροφορίες για τους επιζώντες του δεν ήταν άμεσα διαθέσιμες. Το τελευταίο βιβλίο που έγραψε ο κ. Κούντερα στα τσέχικα πριν μεταβεί στα γαλλικά ήταν το «Αθανασία», το 1990. Ξεκινώντας από εκεί, τα μεταγενέστερα μυθιστορήματά του ήταν σημαντικά λιγότερο πολιτικά και πιο απροκάλυπτα φιλοσοφικά: «Slowness» (1995), «Identity» (1998) και «Άγνοια» (2000). Από εκείνη την ομάδα, η «Αθανασία», με λαμπρές εφευρέσεις όπως η φιλία του Χέμινγουεϊ και του Γκαίτε όταν συναντιούνται στον παράδεισο, έτυχε της πιο ευνοϊκής υποδοχής. Απόλαυσε μερικές εβδομάδες στη λίστα με τα best-seller των Times.
Με το «Slowness», ο κ. Κούντερα τρόμαξε περισσότερους από λίγους αναγνώστες, παρέχοντας χωρίς τέλος και υπερβαίνοντας το ασφαλές όριο της ομιλίας σε πρώτο πρόσωπο: «Και αναρωτιέμαι: Ποιος ονειρευόταν; Ποιος ονειρεύτηκε αυτή την ιστορία; Ποιος το φαντάστηκε; Αυτή? Αυτός? Και οι δύο?” και ούτω καθεξής. Εκτός από τα μεγάλα έργα μυθοπλασίας, είχε γράψει διηγήματα και ένα θεατρικό έργο «Ο Ζακ και ο Δάσκαλός του». Ήταν επίσης συγγραφέας δοκιμίων, συμπεριλαμβανομένων πολλών που φώτισαν το έργο του και άλλων συγγραφέων, που συγκεντρώθηκαν με τον τίτλο «Η τέχνη του μυθιστορήματος». Ήταν συχνά υποψήφιος αλλά δεν επιλέχθηκε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αινιγματικός και ιδιωτικός, και περισσότερο από λίγο γκρινιάρης για τον κρότο και την ακαταστασία της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας, ο κ. Κούντερα ήταν σε μεγάλο βαθμό μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας από το 2000 μέχρι την ανακοίνωση το 2014 ότι είχε δημιουργήσει ένα ακόμη μυθιστόρημα, «Το Φεστιβάλ της Ασημαντότητας », γραμμένο αρχικά στα γαλλικά.
Διαδραματίζεται στο Παρίσι και μόλις ξεπερνά τις 100 σελίδες —ο κριτικός Michiko Kakutani το απέρριψε στους Times ως «σαθρό» — ακολουθεί τις περιπέτειες πέντε φίλων μέσω των οποίων ο κ. Κούντερα θεωρεί οικεία θέματα γέλιου, πρακτικά αστεία, απόγνωσης, σεξ και θανάτου. Η μυθιστοριογράφος Νταϊάν Τζόνσον, γράφοντας στο The Times Book Review, έκανε εικασίες σχετικά με την κεντρική σημασία του γέλιου για τον κ. Κούντερα. «Μπορεί όταν ο Κούντερα γράφει για το γέλιο», έγραψε, «το αντιλαμβάνεται όχι ως υποκειμενική έκφραση εκτίμησης ή έκπληξης, όπως συνήθως το καταλαβαίνουμε, αλλά ως μια υλική μορφή επιθετικότητας, μια πραγματική πράξη του εαυτού του. – άμυνα, ακόμη και καθήκον». Όπως έγραψε ο ίδιος ο κ. Κούντερα στο «Insignificance»: «Γνωρίζουμε εδώ και πολύ καιρό ότι δεν ήταν πια δυνατό να ανατρέψουμε αυτόν τον κόσμο, ούτε να τον αναδιαμορφώσουμε, ούτε να αποτρέψουμε την επικίνδυνη ορμή του. Υπήρχε μόνο μία πιθανή αντίσταση: να μην το πάρουμε στα σοβαρά».
Είχε σημειώσει παρόμοια νότα το 1985, όταν έλαβε το Βραβείο Ιερουσαλήμ, μια από τις πολλές διακρίσεις που έλαβε. «Υπάρχει μια ωραία εβραϊκή παροιμία», είπε στην ομιλία αποδοχής: «Ο άνθρωπος σκέφτεται, ο Θεός γελάει». Και τότε ένας καλός Κούντεριαν ανθίζει: «Μα γιατί γελάει ο Θεός; Γιατί ο άνθρωπος σκέφτεται, και η αλήθεια του διαφεύγει. Γιατί όσο περισσότερο σκέφτονται οι άντρες, τόσο περισσότερο η σκέψη του ενός ανθρώπου αποκλίνει από τη σκέψη του άλλου. Και τέλος, γιατί ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ αυτό που νομίζει ότι είναι».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΤheNewYorkTimes