Ο Κουίνσι Τζόουνς, o θρύλος της μουσικής, γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1933 στο Σικάγο του Ιλινόις και μεγάλωσε στο Σιάτλ της Ουάσινγκτον. Πέθανε χθες (3 Νοεμβρίου 2024) στο Λος Άντζελες, Καλιφόρνια, σε ηλικία 91 ετών.
Ήταν μουσικός ερμηνευτής, παραγωγός, ενορχηστρωτής και συνθέτης, το έργο του οποίου περιελάμβανε σχεδόν όλες τις μορφές της δημοφιλούς μουσικής.
Τιτάνας της μουσικής βιομηχανίας, ο Κουίνσι συνεργάστηκε με πολλά από τα μεγαλύτερα ονόματα της τζαζ, της ροκ, του rhythm and blues, της ποπ και του χιπ-χοπ. Μεταξύ των πολλών θρυλικών επιτευγμάτων του είναι το έργο του ως παραγωγός στα blockbuster άλμπουμ Off the Wall (1979) και Thriller (1982) του Μάικλ Τζάκσον.
Ενώ πήγαινε στο γυμνάσιο, ο Κουίνσι άρχισε να σπουδάζει τρομπέτα και τραγούδησε σε ένα κουαρτέτο γκόσπελ σε ηλικία δώδεκα ετών.
Οι μουσικές του σπουδές συνεχίστηκαν στο φημισμένο Berklee College of Music στη Βοστώνη της Μασαχουσέτης, όπου παρέμεινε μέχρι που του δόθηκε η ευκαιρία να περιοδεύσει με την μπάντα του Lionel Hampton ως τρομπετίστας, ενορχηστρωτής και κάποτε πιανίστας.
Το 1951 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και στα μουσικά «μεγάλα σαλόνια», όπου η φήμη του ως ενορχηστρωτής μεγάλωσε. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950, ενορχήστρωνε και ηχογραφούσε για τόσο διαφορετικούς καλλιτέχνες όπως η Sarah Vaughan, ο Ray Charles, ο Count Basie, ο Duke Ellington και η Dinah Washington.
Το 1957, ο Κουίνσι αποφάσισε να συνεχίσει τη μουσική του εκπαίδευση σπουδάζοντας με τη Νάντια Μπουλανζέ, τη θρυλική παριζιάνικη καθηγήτρια Αμερικανών ομογενών συνθετών όπως ο Λέοναρντ Μπέρνσταϊν και ο Άαρον Κόπλαντ.
Το 1995 ήταν ο πρώτος Αφροαμερικανός που έλαβε το ανθρωπιστκό βραβείο Jean Hersholt της Ακαδημίας. Έχει συνδεθεί με τον μουσικό Ουίλι Ντι. Μπάρτον ως δεύτεροι στη λίστα των Αφροαμερικανών με τις περισσότερες υποψηφιότητες στα βραβεία Όσκαρ, με επτά υποψηφιότητες ο καθένας.
Το δύσκολο ξεκίνημα
Ο Κουίνσι Τζόουνς ως αγόρι φιλοδοξούσε να γίνει γκάνγκστερ σαν αυτούς που έβλεπε στην υποβαθμισμένη γειτονιά που έμενε. Ήταν 7 ετών όταν η μητέρα του που έπασχε από ψυχική ασθένεια, μεταφέρθηκε σε ψυχιατρείο. Ο πατέρας του, ξυλουργός, ξαναπαντρεύτηκε και μετακόμισε με την οικογένεια στο Μπρέμερτον στην πολιτεία της Ουάσιγκτον, όπου ο νεαρός Κουίνσι ενεπλάκη στην παρανομία.
Ο Τζόουνς είπε ότι το ενδιαφέρον του για τη μουσική γεννήθηκε στο Μπρέμερτον, όταν μαζί με μερικούς φίλους βρήκαν ένα πιάνο αφού μπήκαν κρυφά στο κοινοτικό κέντρο της περιοχής του την περίοδο του πολέμου.
Πειραματίστηκε με διαφορετικά όργανα στο συγκρότημα του σχολείου του πριν καταπιαστεί με την τρομπέτα και στα 13 του έπαιζε τζαζ και rhythm-and-blues σε νυχτερινά κέντρα. Στο Σιάτλ, σε ηλικία 14 ετών, ο Τζόουνς γνώρισε τον 16χρονο Ρέι Τσαρλς, όχι ακόμη διάσημο, ο οποίος του έμαθε να διασκευάζει και να συνθέτει μουσική.
Ο πιανίστας της τζαζ Κάουντ Μπέιζι και ο τρομπετίστας Κλαρκ Τέρι έγιναν επίσης μέντορες του νεαρού Τζόουνς, ο οποίος κέρδισε μια υποτροφία σε αυτό που εξελίχθηκε στο διάσημο Berklee School of Music στη Βοστώνη. Ωστόσο, το παράτησε για να ακολουθήσει καριέρα με το συγκρότημα του Λάιονελ Χάμπτον ως έφηβος τρομπετίστας στις αρχές της δεκαετίας του 1950.
«Η μουσική ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσα να ελέγξω», έγραψε ο Τζόουνς στην αυτοβιογραφία του. “Ήταν ο μόνος κόσμος που μου πρόσφερε ελευθερία… Δεν χρειάστηκε να ψάχνω για απαντήσεις… Η μουσική με γέμιζε, με έκανε να νιώθω δυνατός, δημοφιλής, ανεξάρτητος και κουλ”.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 έκανε περιοδείες που χορηγούσε η αμερικανική κυβέρνηση ανά τον κόσμο με ένα συγκρότημα που είχε φτιάξει ο πρωτοπόρος του μπίποπ (ένα είδος της τζαζ) Ντίζι Γκιλέσπι. Στη συνέχεια, ο Τζόουνς οδήγησε τη δική του μπάντα στην Ευρώπη. Ήταν βαθιά χρεωμένος στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν έπιασε δουλειά στη δισκογραφική εταιρεία Mercury Records στη Νέα Υόρκη και έγινε ένα από τα πρώτα μαύρα στελέχη σε μια δισκογραφική εταιρεία λευκών.
Ο Τζόουνς ίδρυσε αργότερα τη δική του δισκογραφική εταιρεία, την Qwest, καθώς και το Vibe, ένα περιοδικό που κάλυπτε τον κόσμο της hip-hop, ενώ ασχολήθηκε και με διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Συνέχισε να ασχολείται με νέα πρότζεκτ ακόμη και πολύ μετά τη συνταξιοδότησή του. Το 2018, ο τότε 84χρονος Τζόουνς δήλωσε στο περιοδικό GQ: “Ποτέ στη ζωή μου δεν υπήρξα τόσο πολυάσχολος”.
Μετά από ένα ανεύρυσμα το 1974, ο Κουίνσι μείωσε τον επαγγελματικό του φόρτο και αφοσιώθηκε στην οικογένειά του. Πατέρας επτά παιδιών από τρεις γάμους, επέβλεψε και την παραγωγή του ντοκιμαντέρ «Keep on Keepin’ On» για τον μέντορά του, Clark Terry.
Παρά τα δύσκολα παιδικά χρόνια κατέκτησε την κορυφή και συνεργάστηκε με θρύλους της μουσικής
Ο Κουίνσι Τζόουνς, που αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες στην παιδική του ηλικία, κατάφερε να φτάσει στην κορυφή της show business, κατακτώντας τη φήμη ενός από τους πρώτους μαύρους εκτελεστικούς παραγωγούς του Χόλιγουντ και δημιουργώντας ένα αξιοθαύμαστο μουσικό έργο που σφράγισε την αμερικανική μουσική σκηνή.
Σπάνιο ήταν να βρεθεί λάτρης της μουσικής χωρίς έναν δίσκο με το όνομά του, ενώ λίγοι από τον χώρο της ψυχαγωγίας δεν είχαν κάποια συνεργασία μαζί του. Ένας από τους αξιομνημόνευτους δίσκους που παρήγαγε ήταν το «Το Χαμόγελο της Τζοκόντας» του Μάνου Χατζιδάκι, ηχογραφημένο στη Νέα Υόρκη το 1965, έργο που άφησε ανεξίτηλο σημάδι στη μουσική της Ελλάδας και κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά και στην Αμερική.
Ο Κουίνσι ήταν πίσω από την παραγωγή του άλμπουμ «Nana Mouskouri in New York», γνωστού στις ΗΠΑ ως «The Girl From Greece Sings», όπου η Νάνα Μούσχουρη συνεργάστηκε με την ορχήστρα του Torrie Zito υπό την καθοδήγησή του. Με καριέρα που εκτείνεται σε πάνω από 70 χρόνια, ο Κουίνσι κέρδισε 28 βραβεία Grammy, σημειώνοντας 80 υποψηφιότητες.
Στην πορεία του, συνεργάστηκε με θρύλους όπως ο Count Basie και ο Lionel Hampton, ενορχήστρωσε για τον Frank Sinatra και την Ella Fitzgerald, και έγραψε μουσική για την ταινία «In the Heat of the Night».
Η συνεργασία με τον Μάικλ Τζάκσον
Οι μεγαλύτερες σε διάρκεια επιτυχίες του έγιναν σε συνεργασία με τον Τζάκσον. Μαζί έκαναν τρία σημαντικά άλμπουμ– τα “Off the Wall” το 1979, “Thriller” το 1982 και “Bad” το 1987–που άλλαξαν το τοπίο της αμερικανικής μουσικής σκηνής. Το “Thriller” πούλησε 70 εκατομμύρια αντίτυπα και έξι από τα εννέα τραγούδια από το άλμπουμ μπήκαν στην πρώτη δεκάδα των charts.
Επιτυχίες όπως το “Beat It”, το “Billie Jean” και το τραγούδι του τίτλου έκαναν το “Thriller” το άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών χαρίζοντας τρία Γκράμι στον Τζόουνς και επτά στον Τζάκσον. Το 1987 το “Bad” σημείωσε πέντε Νο. 1 επιτυχίες, συμπεριλαμβανομένων των “Smooth Criminal” και “Man in the Mirror”.
Η συνεργασία του Τζόουνς με τον Τζάκσον ήταν ιστορική, αν και η δισκογραφική εταιρεία του Τζάκσον αρχικά θεώρησε ότι ο Τζόουνς ήταν πολύ της τζαζ για να γίνει παραγωγός του. Ξεκίνησαν το 1979 με το “Off the Wall”, αφού ο τραγουδιστής είχε χωρίσει από τα αδέρφια του στο συγκρότημά τους Jackson 5 .
Επιπλέον, ανέλαβε τον ρόλο του παραγωγού και διευθυντή ορχήστρας για το θρυλικό τραγούδι «We Are the World» (1985), που συνέβαλε στη συγκέντρωση κεφαλαίων για τα θύματα του λιμού στην Αιθιοπία. Το 2013, η καριέρα του τιμήθηκε με την εισαγωγή του στο Rock & Roll Hall of Fame. Το περιοδικό Time τον κατέταξε ως έναν από τους πιο επιδραστικούς μουσικούς της τζαζ στον 20ό αιώνα.
Ο Τζάκσον πέθανε το 2009 και λίγο μετά ο Τζόουνς μήνυσε το ίδρυμα Μάικλ Τζάκσον υποστηρίζοντας ότι “εξαπατήθηκε και έχασε πολλά χρήματα” από τα δικαιώματα. Τον Ιούλιο του 2017 οι ένορκοι δικαστηρίου του Λος Άντζελες του επιδίκασαν 9,4 εκατομμύρια δολάρια.
Παντρεύτηκε τρεις φορές
Η πρώτη του σύζυγος ήταν η αγαπημένη του από το σχολείο ονόματι Τζέρι Κάλντγουελ, με την οποία απέκτησε μια κόρη. Η δεύτερη σύζυγός του ήταν το μοντέλο από τη Σουηδία Ούλα Άντερσον με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Το ένα, ο Κουίνσι ο ΙΙΙ έγινε παραγωγός της χιπ χοπ.
Η τρίτη του σύζυγος ήταν η ηθοποιός Πέγκι Λίπτον με την οποία απέκτησε δύο κόρες, ανάμεσά τους την ηθοποιό Ρασίντα Τζόουνς. Απέκτησε επίσης δύο ακόμη παιδιά εκτός γάμου, ένα εκ των οποίων με την ηθοποιό Ναστάζια Κίνσκι.